- ἀργυρόηλος
- ἀργυρό - ηλος (ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αργυρόηλος — ἀργυρόηλος, ον (Α) ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»] … Dictionary of Greek
ἀργυρόηλος — silver studded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόηλον — ἀργυρόηλος silver studded masc/fem acc sg ἀργυρόηλος silver studded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροήλου — ἀργυρόηλος silver studded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροήλων — ἀργυρόηλος silver studded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροήλῳ — ἀργυρόηλος silver studded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόηλα — ἀργυρόηλος silver studded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόηλοι — ἀργυρόηλος silver studded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek